Η οικουμενικότητα της Επανάστασης του 1821
Διακόσια χρόνια πριν, οι σκλαβωμένοι, υπό τον οθωμανικό ζυγό, Έλληνες επαναστάτησαν, για άλλη μία φορά, επιδιώκοντας να αποτινάξουν την τυραννία, η οποία υπήρχε, κατά βάση, στην βαλκανική χερσόνησο από τον 14ο και 15ο αιώνα. Επιδιώκοντας να αναστοχαστούμε, αφορμής δοθείσης από την συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, είναι ευκαιρία να μην μείνουμε στην στείρα επανάληψη προσώπων και καταστάσεων. Αντιθέτως, αυτή η επέτειος καλείται να είναι η οδός για μία νέα οπτική της επανάστασης, αποσυνδεδεμένης από στερεότυπα και αντιλήψεις, με τις οποίες έχουμε ταυτίσει το 1821.
Οι Έλληνες, αφ΄ ης στιγμής γίναμε κράτος, και σε αυτό δεν πρέπει να μειώνουμε την βαυαρική αντιβασιλεία, η οποία σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα δημιούργησε κράτος από το πουθενά, εξευρωπάισε την χώρα και βοήθησε στην εισαγωγή νόμων περί Κυβερνήσεως, Υπουργικού Συμβουλίου, ΣτΕ και άλλων πολλών, έχουμε εμποτιστεί με την φαταλιστική νοοτροπία του αιωνίως κυνηγούμενου λαού, μίας χώρας “ψωροκώσταινας’’, η οποία δεν κοιτά στοχαστικά στο ένδοξο αρχαίο παρελθόν, αλλά το ενθυμείται μόνο σε στιγμές υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα προηγούμενων γενεών. Αντί να εμμείνουμε σε αυτήν την αντίληψη, είναι αδήριτη ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από τα στενά όρια του ελληνικού κράτους και να εστιάσουμε στα όρια του ελληνικού πολιτισμού.
Το παραπάνω είναι εμφανές, όταν αναγνωρίσουμε την αξία του Φιλελληνισμού, ο οποίος ήκμασε όχι μόνο το ΄21, αλλά και σε άλλες, κρίσιμες για τους Έλληνες, στιγμές, όπως η Κρητική Επανάσταση του 1866-1869, όπου συστάθηκαν πανευρωπαϊκά και στις ΗΠΑ επιτροπές για την ενίσχυση του κρητικού αγώνα. Διαβάζοντας για την Ελληνική Επανάσταση του 1821, δεν μπορείς παρά να μείνεις εκστασιασμένος, όταν πληροφορείσαι την ιστορία των Αϊτινών εθελοντών, οι οποίο ταξίδεψαν από την Καραϊβική για να έλθουν στην Ελλάδα, όταν πληροφορείσαι ότι μία από τις μεγαλύτερες μορφές του ρομαντισμού, ο Λόρδος Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι, στο οποίο δύο χρόνια αργότερα θα γραφόταν μία από τις πιο χρυσές σελίδες της ελληνικής επανάστασης. Η γοητεία που ασκούσαν οι ανθρωπιστικές αξίες της αρχαίας Ελλάδας ώθησε άτομα από όλο τον κόσμο να έλθουν να πολεμήσουν για την ανεξαρτησία ενός έθνους, στο οποίο δεν ανήκαν και ούτε όφειλαν κάποια υποχρέωση. Και όμως, ήρθαν να πολεμήσουν και να βοηθήσουν παντοιοτρόπως, αφορμώμενοι από τα ιδεώδη του κλασικισμού, τα οποία η αρχαία Ελλάδα ανέδειξε και επηρέασαν με τη σειρά τους την Δυτική Ευρώπη προκαλώντας πνευματικά κινήματα (Ουμανισμός, Αναγέννηση, Διαφωτισμός). Οι παραπάνω συνεισέφεραν, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής κινητοποιήθηκαν και βοήθησαν στην διάσωση της Επανάστασης, σε ένα χρονικό σημείο, όπου με την έλευση του Ιμπραήμ, όλα έδειχναν να έχουν χαθεί. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις συνεισέφεραν ανιδιοτελώς, είναι κάτι το οποίο πρέπει να αναγνωριστεί, και όχι να κομπορρημονούμε αναίτια, θεωρώντας ότι πετύχαμε τα πάντα μόνοι μας, χωρίς ξένη βοήθεια.
Δεν βοήθησαν, όμως, μόνο Φιλέλληνες, άτομα που ήρθαν για να βοηθήσουν, θυσιάζοντας πολλές φορές και την ίδια τους την ζωή, βοήθησαν και Έλληνες, οι οποίοι έφτασαν από οπουδήποτε υπήρχε Ελληνισμός. Ως επακόλουθο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών, οι Έλληνες του Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης μετακινήθηκαν στο ελληνικό κράτος το οποίο έγινε πιο συμπαγές, έχοντας, προηγουμένως, περάσει τα πάνδεινα στις πατρίδες τους. Αυτό συνετέλεσε ώστε ακόμα περισσότερο οι Έλληνες να χάσουν την οικουμενική αντίληψή τους. Πολλές φορές, σε κρίσεις αλυτρωτισμού, αναφερόμαστε σε αλλοτινές εποχές, όπου μας ανήκαν περισσότερα εδάφη, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι η, διασπασμένη σε πόλεις-κράτη και μικρά βασίλεια, Ελλάδα της κλασικής εποχής δεν έμεινε στην ιστορία για το πόσο μακριά εκτείνονταν τα σύνορά της, αλλά για το πνευματικό μέγεθός της, το οποίο της χάρισε την αθανασία. Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας ήταν Πόντιος, οι ιδρυτές της κατάγονταν από την Άρτα, την Πάτμο και τα Ιωάννινα, περιοχές οι οποίες προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος πολύ αργότερα. Ελληνική Επανάσταση το 1821 δεν έγινε μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά ήταν ένα μαζικό φαινόμενο, σε περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί.
Η Επανάσταση, ασχέτως του αν την τιμούμε συμβολικά στις 25 Μαρτίου, ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ώστε να τονιστεί ο εθνικοθρησκευτικός χαρακτήρας της (όπως φαίνεται από την επαναστατική διακήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις 24/2/1821, το “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”) άρχισε έναν μήνα νωρίτερα, στην Μολδοβλαχία, περιοχή η οποία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα είχε ελληνικούς πληθυσμούς, ενώ αυτές οι περιοχές την εποχή εκείνη διοικούνταν από Φαναριώτες. Ο Ιερός Λόχος, λοιπόν, πολέμησε και θυσιάστηκε στις τόσο “μακρινές”, για πολλούς στενόμυαλους, Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Αυτό είναι τόσο οξύμωρο, όταν οποιοσδήποτε επισκεφτεί γήπεδο για να παρακολουθήσει αγώνα, θα έλθει αντιμέτωπος με έναν βούρκο αντεθνικών συνθημάτων, όπου ο καθένας μειώνει την ελληνικότητα των άλλων, ενώ ζούμε στα στενά όρια του ελληνικού κράτους. Προκαλείται η απορία: Έλληνες που ήλθαν προ 200 ετών από την Οδησσό, την Τραπεζούντα, την Σμύρνη και τις Κυδωνίες, πώς θα ένιωθαν, αν τα άκουγαν αυτά;
Καταληκτικά, η Ελληνική Επανάσταση είναι ένα γεγονός, για το οποίο ο καθένας από εμάς αξίζει να είναι υπερήφανος, από όποια οπτική κι αν το βλέπει. Αυτή η αυτονόητη εθνική υπερηφάνεια, εντούτοις, είναι ανάγκη να μετουσιωθεί σε κάτι το ουσιαστικό και όχι σε κάτι το άγονο και στείρο. Είναι στο δικό μας χέρι να αντιληφθούμε την οικουμενικότητα του ελληνικού πολιτισμού, την σημασία του στον ρου της ιστορίας, να τον μελετήσουμε και να διδαχθούμε από τα (πολλά) σωστά και από τα (πολλά) λάθη. Η πανδημία του κορωνοϊού δεν μας επέτρεψε να γιορτάσουμε αυτή την σπουδαία επέτειο των 200 ετών όπως θα άξιζε, τιμώντας άτομα που θυσίασαν τα πάντα για την ελευθερία τους. Ωστόσο, αποτελεί μία ευκαιρία αυτή η ιδιότυπη πραγματικότητα που ζούμε, εδώ και παραπάνω από ενάμιση χρόνο, να εξετάσουμε την Ελληνική Επανάσταση με έναν τρόπο λιγότερο πομπώδη, αλλά περισσότερο ουσιώδη.
Μιχαήλ Τσιαουσίδης.
Διακόσια χρόνια πριν, οι σκλαβωμένοι, υπό τον οθωμανικό ζυγό, Έλληνες επαναστάτησαν, για άλλη μία φορά, επιδιώκοντας να αποτινάξουν την τυραννία, η οποία υπήρχε, κατά βάση, στην βαλκανική χερσόνησο από τον 14ο και 15ο αιώνα. Επιδιώκοντας να αναστοχαστούμε, αφορμής δοθείσης από την συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821, είναι ευκαιρία να μην μείνουμε στην στείρα επανάληψη προσώπων και καταστάσεων. Αντιθέτως, αυτή η επέτειος καλείται να είναι η οδός για μία νέα οπτική της επανάστασης, αποσυνδεδεμένης από στερεότυπα και αντιλήψεις, με τις οποίες έχουμε ταυτίσει το 1821.
Οι Έλληνες, αφ΄ ης στιγμής γίναμε κράτος, και σε αυτό δεν πρέπει να μειώνουμε την βαυαρική αντιβασιλεία, η οποία σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα δημιούργησε κράτος από το πουθενά, εξευρωπάισε την χώρα και βοήθησε στην εισαγωγή νόμων περί Κυβερνήσεως, Υπουργικού Συμβουλίου, ΣτΕ και άλλων πολλών, έχουμε εμποτιστεί με την φαταλιστική νοοτροπία του αιωνίως κυνηγούμενου λαού, μίας χώρας “ψωροκώσταινας’’, η οποία δεν κοιτά στοχαστικά στο ένδοξο αρχαίο παρελθόν, αλλά το ενθυμείται μόνο σε στιγμές υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα προηγούμενων γενεών. Αντί να εμμείνουμε σε αυτήν την αντίληψη, είναι αδήριτη ανάγκη να απαγκιστρωθούμε από τα στενά όρια του ελληνικού κράτους και να εστιάσουμε στα όρια του ελληνικού πολιτισμού.
Το παραπάνω είναι εμφανές, όταν αναγνωρίσουμε την αξία του Φιλελληνισμού, ο οποίος ήκμασε όχι μόνο το ΄21, αλλά και σε άλλες, κρίσιμες για τους Έλληνες, στιγμές, όπως η Κρητική Επανάσταση του 1866-1869, όπου συστάθηκαν πανευρωπαϊκά και στις ΗΠΑ επιτροπές για την ενίσχυση του κρητικού αγώνα. Διαβάζοντας για την Ελληνική Επανάσταση του 1821, δεν μπορείς παρά να μείνεις εκστασιασμένος, όταν πληροφορείσαι την ιστορία των Αϊτινών εθελοντών, οι οποίο ταξίδεψαν από την Καραϊβική για να έλθουν στην Ελλάδα, όταν πληροφορείσαι ότι μία από τις μεγαλύτερες μορφές του ρομαντισμού, ο Λόρδος Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι, στο οποίο δύο χρόνια αργότερα θα γραφόταν μία από τις πιο χρυσές σελίδες της ελληνικής επανάστασης. Η γοητεία που ασκούσαν οι ανθρωπιστικές αξίες της αρχαίας Ελλάδας ώθησε άτομα από όλο τον κόσμο να έλθουν να πολεμήσουν για την ανεξαρτησία ενός έθνους, στο οποίο δεν ανήκαν και ούτε όφειλαν κάποια υποχρέωση. Και όμως, ήρθαν να πολεμήσουν και να βοηθήσουν παντοιοτρόπως, αφορμώμενοι από τα ιδεώδη του κλασικισμού, τα οποία η αρχαία Ελλάδα ανέδειξε και επηρέασαν με τη σειρά τους την Δυτική Ευρώπη προκαλώντας πνευματικά κινήματα (Ουμανισμός, Αναγέννηση, Διαφωτισμός). Οι παραπάνω συνεισέφεραν, ενώ οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής κινητοποιήθηκαν και βοήθησαν στην διάσωση της Επανάστασης, σε ένα χρονικό σημείο, όπου με την έλευση του Ιμπραήμ, όλα έδειχναν να έχουν χαθεί. Χωρίς να ισχυρίζομαι ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις συνεισέφεραν ανιδιοτελώς, είναι κάτι το οποίο πρέπει να αναγνωριστεί, και όχι να κομπορρημονούμε αναίτια, θεωρώντας ότι πετύχαμε τα πάντα μόνοι μας, χωρίς ξένη βοήθεια.
Δεν βοήθησαν, όμως, μόνο Φιλέλληνες, άτομα που ήρθαν για να βοηθήσουν, θυσιάζοντας πολλές φορές και την ίδια τους την ζωή, βοήθησαν και Έλληνες, οι οποίοι έφτασαν από οπουδήποτε υπήρχε Ελληνισμός. Ως επακόλουθο της Μικρασιατικής Καταστροφής και της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών, οι Έλληνες του Πόντου, της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης μετακινήθηκαν στο ελληνικό κράτος το οποίο έγινε πιο συμπαγές, έχοντας, προηγουμένως, περάσει τα πάνδεινα στις πατρίδες τους. Αυτό συνετέλεσε ώστε ακόμα περισσότερο οι Έλληνες να χάσουν την οικουμενική αντίληψή τους. Πολλές φορές, σε κρίσεις αλυτρωτισμού, αναφερόμαστε σε αλλοτινές εποχές, όπου μας ανήκαν περισσότερα εδάφη, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε ότι η, διασπασμένη σε πόλεις-κράτη και μικρά βασίλεια, Ελλάδα της κλασικής εποχής δεν έμεινε στην ιστορία για το πόσο μακριά εκτείνονταν τα σύνορά της, αλλά για το πνευματικό μέγεθός της, το οποίο της χάρισε την αθανασία. Ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας ήταν Πόντιος, οι ιδρυτές της κατάγονταν από την Άρτα, την Πάτμο και τα Ιωάννινα, περιοχές οι οποίες προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος πολύ αργότερα. Ελληνική Επανάσταση το 1821 δεν έγινε μόνο στην Πελοπόννησο, αλλά ήταν ένα μαζικό φαινόμενο, σε περιοχές όπου υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί.
Η Επανάσταση, ασχέτως του αν την τιμούμε συμβολικά στις 25 Μαρτίου, ανήμερα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ώστε να τονιστεί ο εθνικοθρησκευτικός χαρακτήρας της (όπως φαίνεται από την επαναστατική διακήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη στις 24/2/1821, το “Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος”) άρχισε έναν μήνα νωρίτερα, στην Μολδοβλαχία, περιοχή η οποία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα είχε ελληνικούς πληθυσμούς, ενώ αυτές οι περιοχές την εποχή εκείνη διοικούνταν από Φαναριώτες. Ο Ιερός Λόχος, λοιπόν, πολέμησε και θυσιάστηκε στις τόσο “μακρινές”, για πολλούς στενόμυαλους, Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Αυτό είναι τόσο οξύμωρο, όταν οποιοσδήποτε επισκεφτεί γήπεδο για να παρακολουθήσει αγώνα, θα έλθει αντιμέτωπος με έναν βούρκο αντεθνικών συνθημάτων, όπου ο καθένας μειώνει την ελληνικότητα των άλλων, ενώ ζούμε στα στενά όρια του ελληνικού κράτους. Προκαλείται η απορία: Έλληνες που ήλθαν προ 200 ετών από την Οδησσό, την Τραπεζούντα, την Σμύρνη και τις Κυδωνίες, πώς θα ένιωθαν, αν τα άκουγαν αυτά;
Καταληκτικά, η Ελληνική Επανάσταση είναι ένα γεγονός, για το οποίο ο καθένας από εμάς αξίζει να είναι υπερήφανος, από όποια οπτική κι αν το βλέπει. Αυτή η αυτονόητη εθνική υπερηφάνεια, εντούτοις, είναι ανάγκη να μετουσιωθεί σε κάτι το ουσιαστικό και όχι σε κάτι το άγονο και στείρο. Είναι στο δικό μας χέρι να αντιληφθούμε την οικουμενικότητα του ελληνικού πολιτισμού, την σημασία του στον ρου της ιστορίας, να τον μελετήσουμε και να διδαχθούμε από τα (πολλά) σωστά και από τα (πολλά) λάθη. Η πανδημία του κορωνοϊού δεν μας επέτρεψε να γιορτάσουμε αυτή την σπουδαία επέτειο των 200 ετών όπως θα άξιζε, τιμώντας άτομα που θυσίασαν τα πάντα για την ελευθερία τους. Ωστόσο, αποτελεί μία ευκαιρία αυτή η ιδιότυπη πραγματικότητα που ζούμε, εδώ και παραπάνω από ενάμιση χρόνο, να εξετάσουμε την Ελληνική Επανάσταση με έναν τρόπο λιγότερο πομπώδη, αλλά περισσότερο ουσιώδη.
Μιχαήλ Τσιαουσίδης.